περιωρισμένος

περιωρισμένος
η , ο ограниченный, недалёкий (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περιωρισμένος" в других словарях:

  • περιωρισμένος — περϊωρισμένος , περιορίζω mark by boundaries perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωρισμένως — Μ επίρρ. οριστικά, με σαφή καθορισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιωρισμένος τού περιορίζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»